- μυρμηγκοσφόνδυλος
- μυρμηκοσφόνδυλος και μερμηγκοσφόνδυλος, -ον (Μ)αυτός που έχει λαιμό μυρμηγκιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι / μερμήγκι + σφόνδυλος «σπόνδυλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek